Την άνοιξη του 2007, ο φύλακας της περιοχής κ. Αντώνης Τσαγκλής, που είναι γεννημένος και κατοικεί μόνιμα στο χωριό Άνθεια (Γαρδίκι), οδήγησε την τότε Προϊσταμένη της ΛΗ΄ ΕΠΚΑ Δρα Ξένη Αραπογιάννη σε έναν χώρο εξαιρετικά δυσπρόσιτο εξ αιτίας της οργιώδους βλάστησης, όπου ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους, διακρίνονταν οι ανώτερες στρώσεις ενός επιβλητικού πολυγωνικού τοίχου, προφανώς αναλημματικού (τοίχος αντιστήριξης).
Η θέση ήταν γνωστή ως «Παναγίτσα» λόγω του παρακείμενου ναΐσκου, στον οποίο, όπως παρατηρήσαμε υπήρχε εντοιχισμένο άφθονο αρχαίο οικοδομικό υλικό, αρχιτεκτονικά μέλη, σφόνδυλοι κιόνων, τμήματα επιστυλίων, κλπ. (ΕΙΚ.26)
Μάλιστα στην Αγία Τράπεζα έχει χρησιμοποιηθεί ως «πόδιο» ο σφόνδυλος ραβδωτού κίονα, επάνω στον οποίο έχει εναποτεθεί μεγάλη ορθογώνια πλάκα, πιθανόν από ορθοστάτη αρχαίου κτιρίου. (ΕΙΚ.27)
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων της 26ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ο ναΐσκος κτίστηκε κατά την εποχή της φραγκοκρατίας (13ος αιώνας). Στη συνέχεια υπέστη προσθήκες και μετασκευές έως τους μεταβυζαντινούς χρόνους (16ος -17ος αιώνας). Στην εποχή μας ανήκει η προσθήκη που κτίστηκε στη δυτική πλευρά του μισογκρεμισμένου ναού.
Ο εντοπισμός του ισχυρότατου αναλημματικού τοίχου 1, ο οποίος κατά την άποψή μας δεν θα μπορούσε παρά να συγκρατεί ένα μεγάλο άνδηρο (ταράτσα), υπήρξε η αφορμή για την έναρξη της ανασκαφικής έρευνας το θέρος του ίδιου έτους, η οποία συνεχίστηκε και τα επόμενα έτη έως και φέτος.
Από το 2009 η ανασκαφή έχει γίνει συστηματική, υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, με τη διεύθυνση της Δρος Ξένης Αραπογιάννη. Ο αναλημματικός τοίχος 1 βρίσκεται σε απόσταση 30-35μ. βορείως του ναΐσκου της «Παναγίτσας», έχει κατεύθυνση από Β-Ν και είναι κατασκευασμένος από μεγάλους, αδρά κατεργασμένους λιθόπλινθους από τοπικό ασβεστόλιθο, κατά το ακανόνιστο τραπεζιόσχημο σύστημα. (ΕΙΚ.28)
Το αποκαλυφθέν ύψος του είναι 3,10μ. ενώ το μήκος του είναι 13,95μ. Στο βόρειο άκρο σχηματίζει γωνία, το μήκος της οποίας είναι 3,90μ. Σε επαφή προς το νότιο άκρο του τοίχου 1 ήλθε στο φως άλλος ένας αναλημματικός τοίχος 2, της ίδιας κατεύθυνσης, ο οποίος κατασκευάστηκε μεταγενέστερα ως κατά μήκος επέκταση του παλιότερου τοίχου 1. (ΕΙΚ.29)
Ο αναλημματικός τοίχος 2 είναι κατασκευασμένος με μεγάλη επιμέλεια, ισοδομικά, από ορθογώνιους λιθόπλινθους. Το μήκος του είναι 30μ. και σώζεται σε μέγιστο ύψος τριών δόμων, δηλαδή 1,20μ. Μεταξύ των δύο αναλημματικών τοίχων αποκαλύφθηκαν τα λείψανα βαθμιδωτής κατασκευής, που προφανώς αποτελεί τμήμα της ανωδομής του αναλημματικού τοίχου 2. (ΕΙΚ.30)
Στο επάνω πλατύ άνδηρο, που καταλαμβάνει έκταση 600 τ.μ. περίπου, η ανασκαφή έφερε στο φως τρία οικοδομήματα, στον κατά μήκος άξονα Β-Ν.
Αποκαλύφθηκε κατά τις τρεις πλευρές του , χωρίς να έλθει στο φως η δυτική στενή πλευρά του, η οποία κατά πάσα πιθανότητα είναι κατεστραμμένη. Η είσοδός του τοποθετείται προς το μέσον της νότιας πλευράς, όπου διακρίνονται κάποια ίχνη κατωφλιού.
Οι σωζόμενες διαστάσεις του Κτιρίου Α είναι: μήκος 7,15μ. και πλάτος 5μ., ενώ το μέγιστο ύψος του, που διατηρείται στην ανατολική στενή πλευρά του φθάνει τα 2,40μ. Το οικοδόμημα έχει υποστεί μετασκευές, ενώ στην τελευταία οικοδομική φάση έχουν χρησιμοποιηθεί στην τοιχοδομία του και ραβδωτοί σφόνδυλοι ιωνικών κιόνων. Στην αρχική οικοδομική φάση του κτιρίου Α ανήκει η πρώτη σειρά λιθοπλίνθων (πρώτος δόμος) (ΕΙΚ.32), οι οποίοι φέρουν περιτένεια ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανώτερη τοιχοδομία της βόρεια μακράς πλευράς του κτιρίου, όπου στο β΄ δόμο έχουν χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση απολαξευμένοι λιθόπλινθοι σε σχήμα Π, που πιθανόν ανήκαν σε λίθινο αγωγό.
Ο νότιος τοίχος του κτιρίου Α σώζεται σε μικρότερο ύψος και έχει υποστεί καταστροφές και μεταγενέστερες απολαξεύσεις. (ΕΙΚ.33)
Ο στερεοβάτης του κτιρίου Α αποτελείται από μια σειρά ακανόνιστων κροκαλοπαγών λίθων μετρίου μεγέθους, επάνω στους οποίους είναι τοποθετημένη η πρώτη σειρά λιθοπλίνθων. Το στρώμα καταστροφής ήταν αδιατάρακτο, αποτελούμενο από κεραμίδες λακωνικού τύπου, σε μερικές από τις οποίες είχαν γραφεί με βαθύ ερυθρό χρώμα τα αρχικά ΛΑ, (δηλ. ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ) που καταλάμβαναν σχεδόν όλη την επιφάνεια των κεραμίδων.
Το κτίριο θα πρέπει να καταστράφηκε από πυρκαγιά, αφού κάτω από το στρώμα καταστροφής υπήρχε παχύ στρώμα στάχτης. Ελάχιστα υπήρξαν τα ακέραια ευρήματα από την ανασκαφή του κτιρίου Α και εκτός από την αποσπασματική κεραμική υστέρων κλασικών- πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, βρέθηκε μόνο ένα καμένο τμήμα ανάγλυφου πλακιδίου με τη μορφή της Αθηνάς με κράνος, που κρατά ασπίδα στο αριστερό χέρι. Όμως το μοναδικό αυτό εύρημα, ασφαλώς δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο ώστε να αποδοθεί το κτίριο στη θεότητα αυτή.
H ανασκαφή στο σημείο αυτό υπήρξε εξαιρετικά επίπονη δεδομένου ότι το ανατολικό τμήμα του Κτιρίου Β βρισκόταν κάτω από συμπαγείς όγκους βράχων, οι οποίοι είχαν κατολισθήσει από την υπερκείμενη πλαγιά, που υψώνεται πάνω από το άνδηρο, στα ανατολικά του. Το ανατολικό τμήμα του στυλοβάτη του κτιρίου Β αποκαλύφθηκε κάτω από επίχωση δύο μέτρων περίπου.
Ο στυλοβάτης κτισμένος από μια σειρά μεγάλων ορθογώνιων λιθοπλίνθων, έχει πλάτος 0,60μ. και αποκαλύφθηκε σε μήκος 11μ. χωρίς να έχει αποκαλυφθεί ακόμη η ανατολική του απόληξη, ενώ το δυτικό του άκρο είναι κατεστραμμένο. Κατά μήκος της εσωτερικής πλευράς του διακρίνεται η υποδοχή για πλάκα δαπέδου.
Οι ιωνικοί κίονες έχουν διάμετρο 0,38μ., φέρουν 20 ραβδώσεις και σώζονται σε μέγιστο ύψος 0,50μ. Το μετακιόνιο διάστημα είναι 0,60μ. ενώ το μεταξόνιο 2,05 μ. Αυτά τα διαστήματα θα πρέπει να γεφυρώνονταν με αντίστοιχου μήκους ιωνικά επιστύλια, τμήματα των οποίων έχουν βρεθεί διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της ανασκαφής. Στο ανατολικό τμήμα της κιονοστοιχίας μετά την απομάκρυνση ενός ογκώδους πεσμένου βράχου, αποκαλύφθηκε η παραστάδα μιας θύρας in situ, διαστάσεων 0,41 Χ 0,37μ. και ύψους 2,34μ. (ΕΙΚ.35)
Στη δυτική πλευρά της παραστάδας βρέθηκε, πεσμένο λοξά, τμήμα του επιστυλίου, (διαστάσεων 0,36 Χ 0,47 μ. και μήκους 2,04μ.), καθώς και διάφορα άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, σε ένα μεγάλο σωρό, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει καλά διατηρημένο τμήμα γείσου με γεισήποδες, ο σφόνδυλος ενός ραβδωτού και δύο τμήματα αρράβδωτων κιόνων, καθώς και δύο συνανήκοντα τμήματα επιστυλίου. (ΕΙΚ.36)
Σημειώνεται ότι η επιφάνεια όλων των αρχιτεκτονικών μελών, καθώς και των κιόνων καλύπτονται από εξαιρετικής ποιότητος λευκό επίχρισμα, το οποίο σώζεται σε πολλά σημεία.
Εξωτερικά, σε επαφή με τη νότια πλευρά της ιωνικής κιονοστοιχίας αποκαλύφθηκε αγωγός ύδατος (συνολικό αποκαλυφθέν μήκος:12,80μ.), ελαφρώς κοίλος, πλάτους 0,56μ. κατασκευασμένος με μεγάλη επιμέλεια από μετρίου μεγέθους ποταμίσιες κροκάλες σε μια συμπαγή κατασκευή. (ΕΙΚ.37)
Σε δύο σημεία του αγωγού σχηματίζονται δύο ωοειδούς σχήματος φρεάτια για την καθίζηση διαφόρων φερτών υλών ή λάσπης. Όπως είναι φανερό τα δύο κτίρια Α και Β απαρτίζουν μια ιωνική στοά με διαμερίσματα στο βάθος. Μέσα στο στρώμα καταστροφής, βρέθηκαν δύο τμήματα στρωτήρων με τη σφραγίδα ΔΑΜΟΣΙΟΙ, που δηλώνει αναμφίβολα το δημόσιο χαρακτήρα των κτιρίων. (ΕΙΚ.38)
Aπό την λακωνικού τύπου κεράμωση του κτιρίου βρέθηκε μεγάλος αριθμός ανθεμωτών ακροκεράμων διαφόρων τύπων. (ΕΙΚ.39) Μεταξύ του μεγάλου πλήθους οστράκων καλής ποιότητος που συλλέχθηκαν από την επίχωση του κτιρίου Β ξεχώρισαν δύο λαβές αμφορέα με την εμπίεστη σφραγίδα του εργαστηρίου του: ΣΤΥΡΑΞ. (ΕΙΚ40)
Η συνέχιση της ανασκαφής, αποκάλυψε σχεδόν ολόκληρο το Κτίριο Γ. Το οικοδόμημα έχει λοξή κατεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ και αποτελείται από την ευθυντηρία και δίβαθμη κρηπίδα, ο δεύτερος αναβαθμός της οποίας είναι και στυλοβάτης. Οι δύο αναβαθμοί είναι κατασκευασμένοι από ορθογώνιους πωρόλιθους κτισμένους ισοδομικά με έξεργο πίνακα στην πρόσοψη και διπλό κυμάτιο στην κάτω πλευρά. Η ανωδομή του κτιρίου αποτελείται από δωρικούς ημικίονες, διαμέτρου 0,62μ., οι οποίοι φέρουν 9 ραβδώσεις (και 14 ραβδώσεις οι γωνιακοί). Στο εσωτερικό τους έχουν υποδοχή για την τοποθέτηση ορθογώνιων ορθοστατών (διαστάσεων: μήκος 1μ., ύψος 0,90μ. και πάχος 0,20μ.), οι οποίοι κλείνουν τα μεταξύ των κιόνων κενά διαστήματα, υπό μορφήν θωρακίων. (ΕΙΚ.42)
Η επιφάνεια ημικιόνων και ορθοστατών καλύπτεται από ενιαίο λευκό επίχρισμα, στο οποίο δεν διακρίνονται αρμοί.
Το κτίριο Γ είναι προφανώς ναός, με τέσσερις(4) κίονες στις στενές και εξ(6) κίονες στις μακρές πλευρές. Η βόρεια στενή πλευρά του μνημείου που έχει αποκαλυφθεί πλήρως έχει μήκος: 5,45μ. στο στυλοβάτη.
Ο ναός αποτελείται από πρόναο, εσωτερικών διαστάσεων: 4,25 Χ 2,40μ. και σηκό εσωτερικών διαστάσεων: 4,25 Χ 4,35μ., ο οποίος είναι υπερυψωμένος του προνάου κατά μια βαθμίδα, ύψους:0,235μ.
Μεταξύ προνάου και σηκού αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια του κατωφλιού της θύρας αποτελούμενα από μεγάλους ορθογώνιους λιθόπλινθους επιμελώς κατεργασμένους συνδεδεμένους με σιδερένιους συνδέσμους σχήματος Π. Εντός του προνάου έχουν χρησιμοποιηθεί σε β΄ χρήση δύο επιστύλια της ιωνικής στοάς, τα οποία έχουν τοποθετηθεί ως έδρανα στη ΝΔ γωνία, σε επαφή με τους αρχαίους τοίχους.
Στο μέσον της νότιας πλευράς του ναού έχει αποκαλυφθεί τμήμα της ράμπας εισόδου, μήκους:0,54μ., το υπόλοιπο μέρος της οποίας βρίσκεται κάτω από την επίχωση όπως και η ΝΑ γωνία του ναού, που δεν έχει ακόμη ανασκαφεί.
Αριστερά της ράμπας, στην πρόσοψη του ναού βρέθηκαν στη θέση τους τρία βάθρα σε επαφή με την κρηπίδα, τα οποία θα πρέπει να έφεραν ενεπίγραφες στήλες. Μια από αυτές τις στήλες βρέθηκε στη θέση της και φέρει αναθηματική επιγραφή, σύμφωνα με την οποία, δύο γονείς, ο Αριστοφάνης και η Φιλωτίς, αφιέρωσαν στον Ασκληπιό και την Υγεία το άγαλμα του γιού τους Φιλοξένου. (ΕΙΚ.43)
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο ναός είναι αφιερωμένος σε αυτές τις δύο ιαματικές θεότητες, πολύ αγαπητές στη Μεσσηνία.
Εξωτερικά, περιμετρικά του κτιρίου Γ αποκαλύφθηκε καλά διατηρημένο βοτσαλωτό δάπεδο, πλάτους 0,98μ., που εφάπτεται στην ευθυντηρία και έχει κατασκευαστεί προφανώς για την προστασία του κτιρίου από τα ύδατα. (ΕΙΚ.44)
Στο εσωτερικό του ναού σώζεται το δάπεδο, σε άριστη κατάσταση διατήρησης, αποτελούμενο από μικρές κροκάλες χρώματος λευκού, μελανού και ερυθρού, που συνδέονται με ισχυρό κονίαμα. Ως υπόβαθρο του δαπέδου έχει κατασκευαστεί στρώμα από κροκάλες μέτριου μεγέθους.
Στο δάπεδο του σηκού, αλλά όχι στη θέση τους, βρέθηκαν κάθετα τοποθετημένες οι ασβεστολιθικές πλάκες μιας τράπεζας προσφορών, που καταλήγουν σε πόδια λιονταριού, ενώ τμήματα της οριζόντιας πλάκας της τράπεζας βρέθηκαν διάσπαρτα σε άλλα σημεία της επίχωσης του κτιρίου. (ΕΙΚ.45) Πλησίον της τράπεζας προσφορών μέσα σε διαταραγμένα χώματα, βρέθηκε μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφη παράσταση Σατύρου, ο οποίος απεικονίζεται ως τα γόνατα σε ένα περιβάλλον σπηλαίου. Στο ένα χέρι κρατά ασκί και στο άλλο λαγωβόλο και στηρίζεται σε υδρία. Παρόμοιος τύπος αναγλύφου, γνωστός από τη Ρόδο χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ. (ΕΙΚ.46)
Σχεδόν σε επαφή προς τον δυτικό τοίχο του σηκού, βρέθηκε στη θέση του ένας «θησαυρός» (διαστ. 0,81 Χ 0,81μ. και ύψος 0,25μ.), σχήματος κυβικού, ενσωματωμένος στο βοτσαλωτό δάπεδο. (ΕΙΚ.47)
Οι «θησαυροί» συνήθως τοποθετούνταν στο εσωτερικό των ναών και αποτελούσαν τα επίσημα χρηματοκιβώτια του ιερού.
Στο επάνω μέρος ο «θησαυρός», θα πρέπει να έφερε πώμα, με σχισμή για τη ρίψη των νομισμάτων. Το πώμα, προφανώς μεταλλικό, ασφαλιζόταν με διπλή κλειδαριά, τα κλειδιά της οποίας κατείχαν έμπιστα πρόσωπα και συνήθως οι ιερείς του ναού.
Ο «θησαυρός» της Θουρίας, έφερε στην επάνω επιφάνεια καλά σωζόμενη επιγραφή του τέλους του 4ου – αρχών του 3ου αι. π.Χ., αποτελούμενη από 4 στίχους, όπου αναφέρονται τα ονόματα των ιεροθυτών, καθώς και το όνομα του αρχιτέκτονα του ναού : ΘΕΟΔΩΡΟΣ.
Στην επίχωση του ναού, η οποία ήταν αρκετά διαταραγμένη, υπήρχε μεγάλη συσσώρευση πεσμένων ογκωδών αρχιτεκτονικών μελών, ενώ τα ακέραια κινητά ευρήματα υπήρξαν λιγοστά εκτός από μεγάλο πλήθος αποσπασματικής κεραμικής ελληνιστικών χρόνων(3ος αι. π.Χ.).
Ξεχωρίζουν οι ανθεμωτές ακροκέραμοι και το τμήμα πήλινης λεοντοκεφαλής υδρορρόης. (ΕΙΚ.48, 49)
Στον ελεύθερο χώρο μεταξύ της ιωνικής στοάς και της βόρειας πλευράς του ναού, η εύρεση μεγάλου αριθμού οστρέων καθώς και οστών διαφόρων ζώων, χοίρων, αγριόχοιρων, βοοειδών και πουλερικών, τα οποία σχημάτιζαν στρώμα πάχους 0,20μ. με πολλά θραύσματα αγγείων και στάχτη, φανερώνει ότι στο χώρο αυτό τελούνταν θυσίες προς τιμήν του Ασκληπιού και της Υγείας.
Τη χρήση του ανδήρου και στους μεταγενέστερους χρόνους μαρτυρά η ύπαρξη της εγκατάστασης ενός ληνού του 6ου-7ου αι. μ. Χ., ο οποίος εφάπτεται στη δυτική πλευρά του ναού και μάλιστα μέρος του εδράζεται επάνω στην κρηπίδα του μνημείου. (ΕΙΚ.50)
Για την κατασκευή του ληνού έχει χρησιμοποιηθεί άφθονο αρχαίο οικοδομικό υλικό σε β΄ χρήση. Ο ληνός αποτελείται από έναν πλακόστρωτο χώρο διαστάσεων 2,60 Χ 3,10 μ. και έναν μεγάλο οξυπύθμενο πήλινο πίθο για την περισυλλογή του μούστου(«υπολήνιο»), διαμέτρου:1,30μ. και ύψους:1,24μ. Επίσης στον χώρο νοτίως του ναού, βρέθηκαν σε μικρό βάθος από την επιφάνεια του εδάφους, χριστιανικές ταφές σε λάκκους, χωρίς κτερίσματα, που προφανώς σχετίζονται με την παρακείμενη εκκλησία της Παναγίτσας, αποτελώντας ένα μικρό, χώρο κοιμητηρίου.
Η ανασκαφή στη θέση «Παναγίτσα», αποτελεί την πρώτη συστηματική ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιείται στο χώρο της αρχαίας πόλης της Θουρίας, η οποία ουδέποτε έχει ερευνηθεί ανασκαφικά, ενώ αντίθετα αρκετές αρχαιότητες μυκηναϊκών χρόνων, έχουν έλθει στο φως.
Διερευνητικές ανασκαφικές τομές, που πραγματοποιήσαμε ταυτόχρονα με την ανασκαφή στο χώρο του ιερού κατά τα τελευταία τέσσερα έτη, στην ευρύτερη έκταση όπου εξαπλώνεται η αρχαία πόλη, έφεραν στο φως θεμέλια μεγάλων οικοδομημάτων, τα οποία αναμένουν την ανασκαφή τους. Ο εντοπισμός του αρχαίου Θεάτρου για το οποίο υπάρχουν μαρτυρίες σύγχρονων περιηγητών και πιθανόν ενός Γυμνασίου, αποτελούν τον επόμενο στόχο των ερευνών μας. Ένα τμήμα του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης τοποθετείται βορείως της ακροπόλεως, όπου πρόσφατη σωστική ανασκαφή, το 2009, έφερε στο φως δύο κιβωτιόσχημους τάφους και ένα ταφικό μνημείο με τρεις ταφικές θήκες, που περιείχαν ταφές. (ΕΙΚ.51)
Ο ένας εκ των τριών τάφων ήταν ιδιαίτερα πλούσιος και περιείχε ένα ενδιαφέρον σύνολο κτερισμάτων, από τα οποία ξεχωρίζει ένα εξάλειπτρο του τέλους του 3ου αι. π.Χ. με επίθετες ανάγλυφες παραστάσεις. (ΕΙΚ.52)
Η συστηματική ανασκαφή στην «Παναγίτσα» συνεχίζεται με στόχο την αποκάλυψη ολόκληρου του ιερού, που φαίνεται ότι είχε μεγάλη σημασία και σχετιζόταν άμεσα με τη δημόσια κοινωνική ζωή των αρχαίων κατοίκων της πόλης. Τα αποτελέσματα της συστηματικής ανασκαφικής έρευνας που διενεργείται το τρέχον έτος 2012, θα ανακοινωθούν μετά το πέρας της ανασκαφικής περιόδου.